- ψάθυρμα
- ψάθυρμα, τό, u. ψαθύριον, τό, ein kleines Stück, ein Brocken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ψάθυρμα — ύρματος, το, ΝΑ νεοελλ. 1. (γενικά) εύθρυπτη ύλη 2. (ειδικότερα) ξένη ουσία μέσα στη μάζα μετάλλου, η οποία τό καθιστά εύθρυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαθυρός «εύθρυπτος» + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek